Η πόλη της Βέροιας

Από γεωμορφολογική άποψη, η πόλη της Βέροιας εντοπίζεται στην καρδιά μιας πλούσιας πεδιάδας που εκτείνεται ανάμεσα στις κοίτες των ποταμών Αξιού και Αλιάκμονα. Βρίσκεται στο σταυροδρόμι σημαντικών δρόμων, όχι πολύ μακριά από τη θάλασσα και ταυτόχρονα προστατεύεται από τον ορεινό όγκο του Βερμίου, σε μικρή απόσταση από τις δύο μακεδονικές πρωτεύουσες, τις Αιγές και την Πέλλα. Η πόλη που κατοικήθηκε χωρίς διακοπή από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, αναπτύχθηκε κατά τους ιστορικούς χρόνους πάνω σε ένα χαμηλό, αλλά εκτεταμένο άνδηρο, στραμμένο προς Νότο, στη μεγάλη πεδιάδα, της οποίας δεσπόζει από ύψος 30 περίπου μέτρων.

Τρεις βασικοί χερσαίοι άξονες συνέδεαν τη Βέροια με τα άλλα σημαντικά κέντρα του Μακεδονικού βασιλείου:

  1. Ο δρόμος γύρω από τη Λουδιακή λίμνη που συνέδεε τις πόλεις των προβόλων των Πιερίων, του Βερμίου και του Βόρρα: τη Βέροια, τη Μίεζα, την Έδεσσα, την Πέλλα.
  2. Ο άξονας Νότου προς Βορρά που οδηγούσε από τη Θεσσαλία στη Θεσσαλονίκη και περνούσε από τη Λάρισα, το Δίον, την Πύδνα, την Άλωρο, τις Αιγές, τη Βέροια και την Πέλλα, παρακάμπτοντας τη Λουδιακή λίμνη από τα νότια.
  3. Ένας δρόμος με κατεύθυνση από Ανατολή προς Δύση που ακολουθούσε το χειμαρρώδη ρου του Τριποτάμου και τις νότιες πλαγιές του Βερμίου για να καταλήξει στην Ελιμεία.

Στους τρεις χερσαίους άξονες πρέπει να προστεθεί στα ανατολικά και ένας υδάτινος δρόμος, αφού ο ποταμός Αλιάκμων ήταν πλωτός και έτσι συνέδεε τη Βέροια με την Άλωρο και την Πύδνα.

Τα όρια της χώρας της Βέροιας σηματοδοτούνται από τρία φυσικά σύνορα:

  • Στα δυτικά, το όρος Βέρμιο που χωρίζει την Άνω από την Κάτω Μακεδονία,
  • Στα νότια, τον ρου του Αλιάκμονα που αρδεύει πλουσιοπάροχα την πεδιάδα,
  • Στα νοτιοανατολικά, τον ρου του Λουδία.

Η πόλη Μίεζα όριζε τη χώρα της Βέροιας στο Βορρά και οι Αιγές στο Νότο. Οι δύο αυτές πόλεις θα ενσωματωθούν πιθανότατα στη χώρα της Βέροιας κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.

Ιστορική εξέλιξη της πόλης:

Η πρώτη αναφορά της Βέροιας στις γραπτές πηγές γίνεται από τον Θουκυδίδη με αφορμή τα Ποτειδαιατικά γεγονότα, το θέρος του 432 π.Χ. Ωστόσο, τα παλαιότερα αρχαιολογικά στοιχεία για την ανθρώπινη κατοίκιση ανάγονται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, ενώ η αποκάλυψη λίγων αρχαϊκών τάφων στην ΒΑ νεκρόπολη, υπαινίσσεται μια μικρή εγκατάσταση από τα αρχαϊκά τουλάχιστον χρόνια. Αν ο 6ος και ο 5ος αι. π.Χ. ανιχνεύονται από λίγα ταφικά ευρήματα και ελάχιστα διάσπαρτα όστρακα, ο 4ος έχει να επιδείξει κάποια δημόσια κτήρια και σημαντικές, αλλά σχετικά λίγες ταφικές αρχαιότητες. Είναι πιθανότατα η εποχή που η Βέροια μετεξελίσσεται από απλό οικισμό, σε οργανωμένο αστικό κέντρο. Η Βέροια προσφέρει στο μακεδονικό βασίλειο τη δεύτερη μακροβιότερη δυναστεία του, τους Αντιγονίδες, που θα βασιλέψουν έως την κατάλυση του μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους.

Σημαντικότερη φαίνεται να γίνεται η θέση της πόλης στην ελληνιστική εποχή και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της βασιλείας των δυο τελευταίων Αντιγονιδών, Φιλίππου Ε΄ και Περσέα. Την περίοδο αυτή η πόλη φαίνεται ότι ήταν η δεύτερη σημαντικότερη του μακεδονικού βασιλείου μετά από την Πέλλα. Αδιάψευστοι μάρτυρες αυτής της πρώτης ακμής της, είναι τα σημαντικά επιγραφικά κείμενα που διαγράφουν με αρκετή σαφήνεια τη δομή της κοινωνίας και τους θεσμούς της και συμβάλλουν ουσιαστικά στη γνώση της τοπογραφίας με αναφορές στα δημόσια οικοδομήματά της, ιερά και κοσμικά. Αναδύεται έτσι, η εικόνα μιας πλήρως οργανωμένης πόλης με τείχη, αγορά, γυμνάσιο, στάδιο, θέατρο και πολλά σημαντικά ιερά, ανάμεσα στα οποία το Ασκληπιείο και το ιερό του Ηρακλή Κυναγίδα. Ανιχνεύεται επίσης μια ισχυρή, τοπική αριστοκρατία με διασυνδέσεις στο βασιλικό περιβάλλον που εμπλέκεται σε καθοριστικά για την ιστορική εξέλιξη της πόλης γεγονότα, ενώ απομακρύνεται εξόριστη μετά την επικράτηση των Ρωμαίων. Η μεγάλη σε έκταση και εύφορη χώρα της, εξάλλου, προσελκύει την τοπική αριστοκρατία που περιβάλλει τη βασιλική αυλή και αργότερα την πλούσια τάξη των εγκατεστημένων Ρωμαίων και Ελλήνων γαιοκτημόνων που κτίζουν τις αγροτικές τους επαύλεις στον πυρήνα εκτεταμένων αγροκτημάτων, των γνωστών “χωρίων” των επιγραφικών κειμένων.

Στα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης παρατηρείται μικρή κάμψη που περνούν όλες οι ελληνικές πόλεις λόγω της ασταθούς πολιτικής κατάστασης ως την άνοδο του Αυγούστου στην εξουσία. Ήδη όμως από τους πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους ξεκινά για τη Βέροια μια περίοδος σταδιακής ανάπτυξης που θα τερματιστεί μόλις τον 3ο αιώνα μ.Χ. με τις επιδρομές των βαρβαρικών φύλων στον ελληνικό χώρο. Το χρονικό αυτό διάστημα, η Βέροια αποτέλεσε τη δεύτερη σημαντικότερη πόλη της επαρχίας της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη, ήταν η πρωτεύουσα του Κοινού των Μακεδόνων και έγινε δυο φορές «Νεωκόρος».

Ως έδρα του μακεδονικού Κοινού γνωρίζει εξαιρετική λαμπρότητα και δόξα, η οποία αντανακλάται στα μαρμάρινα μνημεία της που τιμούν τους άρχοντες του Κοινού και της πόλης. Ο 2ος και οι αρχές του 3ου αι. μ.Χ. αποτελούν εποχή εντυπωσιακής ανάπτυξης που αποτυπώνεται στην πολεοδομική της οργάνωση, αλλά και σε πολλές εκφάνσεις της κοινωνικής και καλλιτεχνικής της ζωής. Στον τομέα ιδιαίτερα των ανάγλυφων επιτύμβιων μνημείων, το εργαστήρι γλυπτικής έχει να δείξει έργα υψηλής ποιότητας. Την ίδια ποιότητα φανερώνουν και τα μωσαϊκά δάπεδα των ιδιωτικών και δημόσιων οικοδομημάτων, αλλά και το πλήθος των αρχιτεκτονικών μελών που υποδηλώνουν την ύπαρξη επιβλητικών δημόσιων κτισμάτων, στοών, ναών, θερμών, κρηναίων, τα οποία κοσμούσαν το δημόσιο κέντρο της. Την εποχή αυτή η πόλη επεκτείνεται περιμετρικά γύρω από τον ελληνιστικό της πυρήνα που συνεχίζει να αποτελεί το ζωτικότερο τμήμα της. Ωστόσο τώρα, οργανώνεται κυρίως ο νότιος τομέας της με δημόσια κτίρια από τις δύο πλευρές μίας μνημειακής πλακοστρωμένης αρτηρίας. Πόλη μεγάλη και πολυάνθρωπη πια, δέχεται δύο φορές τον χρόνο τους συνέδρους των μακεδονικών πόλεων, αλλά και πλήθος κόσμου που συρρέει για να συμμετάσχει στις επίσημες θρησκευτικές τελετουργίες προς τιμήν του αυτοκράτορα και στα κάθε είδους θεάματα, παραδοσιακά και νεωτερικά, όπως π.χ. οι μονομαχικοί αγώνες που συμπληρώνουν το εορταστικό πρόγραμμα.

Τέλος, από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. γίνεται σαφής η υποβάθμιση της πολιτικής σημασίας της Βέροιας, καθώς σταματούν οι εκδόσεις νομισμάτων του Κοινού, αλλά και οι μαρτυρίες για την διεξαγωγή των οικουμενικών αγώνων που έδιναν ιδιαίτερη λαμπρότητα στην πόλη. Οι επιδρομές των Γότθων και των Ερούλων είναι καταλυτικές για τη Βέροια και οριοθετούν το τέλος ενός πολιτισμικού κύκλου. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων η Βέροια, ως σταθμός της αποστολικής πορείας του Παύλου, κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιοδείας του το 50-51 μ.Χ., εξελίσσεται σε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Η άνθηση και σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού βεβαιώνεται από τον εντοπισμό παλαιοχριστιανικών βασιλικών σε έξι θέσεις (βασιλικές Αγίου Παταπίου, Αγίου Ιωάννου, οδού Καρατάσου, Αγίας Άννας, Υπαπαντής, Αγίου Στεφάνου). Η σημαντικότερη αποκαλύφθηκε κάτω από το σημερινό ναό του αγίου Παταπίου και περιλαμβάνει βασιλική με εγκάρσιο κλίτος, βαπτιστήριο και επισκοπικό μέγαρο.

Στη διάρκεια της μεταβατικής εποχής από τα τέλη του 6ου έως και τον 10ο αι., πληροφορίες για την οργάνωση της ζωής προσφέρουν τα αρχαιολογικά δεδομένα της κοιμητηριακής intra muros λειτουργίας των μεγάλων βασιλικών, οι οποίες καταστρέφονται και μετατρέπονται σε μικρότερους ναούς. Στον διαφαινόμενο, τουλάχιστον στην αρχή της περιόδου, περιορισμό των λειτουργιών της πόλης συμβάλλει η εγκατάσταση των σλάβων Δρουγουβιτών σε μία περιοχή κοντά στη Βέροια για την ακριβή θέση της οποίας υπάρχουν διάφορες απόψεις.

Τον 10 ο αι., παρά τον σοβαρό σεισμό που την έχει πλήξει και μία επίθεση Σαρακηνών, που μαίνονται την περιοχή μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 904, o ιστορικός Καμενιάτης αναφέρεται σ’ αυτήν ως «περιφανεστάτη τοῖς οἰκήτορσί τε καί πᾶσι τοῖς ἄλλοις οἷς αυχεί πόλις την σύστασιν».

Tην ίδια εποχή αποτελεί έδρα επισκοπής και αναφέρεται ως «δευτέρα τη τάξει» από τις δέκα επισκοπές που υπόκεινται στο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Στα τέλη του ίδιου αιώνα η πόλη καταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους του τσάρου Σαμουήλ και απελευθερώνεται από τον Βασίλειο Β΄ το 1001. Στις αρχές του 11ου αι., μετά το τέλος του βουλγαρικού πολέμου αναδεικνύεται σε ιδιαίτερη διοικητική περιφέρεια (θέμα) που περιλαμβάνει το κατεπανίκιο Κίτρους, το χαρτουλαράτο της Δοβροχουβίστας και της Σθλάνιτσας και την πόλη των Βοδενών, ενώ η ύπαρξη θέματος στην περιοχή επιβεβαιώνεται και από αγιολογική πηγή του 12ου αι.. Στα μέσα του 12ου αι. μαρτυρείται επίσης μία σύντομη παραμονή του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού στη Βέροια (1148) κατά τη μετάβασή του στη Σικελία.

Με την ανάδειξή της Βέροιας σε ιδιαίτερη διοικητική μονάδα σχετίζονται οι εκτεταμένες εργασίες επισκευής της οχύρωσης και οι εργασίες ανοικοδόμησης της Παλαιάς Μητρόπολης από τον επίσκοπο Βεροίας Νικήτα στη δεκαετία 1070-1080. Το 1204 ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός, παραλαμβάνει στο πλαίσιο της Partitio Romaniae τη Βέροια, ωστόσο μετά από δύο χρόνια η πόλη γνωρίζει και τη βραχύβια κατάληψη του βούλγαρου τσάρου Καλοϊωάννη. Η λατινική κατοχή της πόλης συνεχίζεται από το 1207 έως το 1215/16, χρονιά της απελευθέρωσής της από το Θεόδωρο Άγγελο της Ηπείρου, με την παρουσία του οποίου στη Βέροια συνδέονται η ανάκτιση των τειχών, η τοιχογράφηση του κεντρικού κλίτους της Παλαιάς Μητρόπολης και η ανέγερση του ναού του Μεγάλου Θεολόγου.

Το 1246 η Βέροια προσαρτάται στην αυτοκρατορία της Νικαίας, ανακαταλαμβάνεται από το δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ στα 1257 και περιέρχεται πιθανόν και πάλι στην αυτοκρατορία της Νικαίας μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259). Η περίοδος της βασιλείας των Μιχαήλ Η΄ και Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγων σηματοδοτεί μία περίοδο μεγάλης ακμής για την πόλη, η αρχιεπισκοπή Βεροίας ανάγεται σε μητρόπολη, και σημαντικά μνημειακά σύνολα, όπως οι εκκλησίες της Ανάστασης του Χριστού, του Αγίου Βλασίου, των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης και ο μητροπολιτικός πλέον ναός της Παλαιάς Μητρόπολης, κτίζονται, ανακαινίζονται και αγιογραφούντα. Η υψηλή καλλιτεχνική παραγωγή της περιόδου συνδέεται με την παρουσία σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως ο θεσσαλονικέας ζωγράφος Καλλιέργης, ο εκ Βεροίας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νίφων, ο Ιγνάτιος Καλόθετος.

Στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων μεταξύ του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου και του εγγονού του Ανδρονίκου Γ΄ (από το 1321 έως το 1328), η πόλη μένει πιστή στον Ανδρόνικο Β΄. Στο τελευταίο έτος της εμφύλιας διαμάχης αναφέρεται η εισήγηση ανθρώπων του Ανδρονίκου Γ΄ στη Θεσσαλονίκη για κατάληψη της Βέροιας. Μετά το θάνατο του Ανδρονίκου Γ΄ (1341) και την αρχή του δεύτερου εμφυλίου πολέμου, ο οποίος ταλαιπώρησε το βυζαντινό κράτος για μια περίπου δεκαετία, η Βέροια παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων και συνδέεται περισσότερο με το όνομα του Ιωάννη Καντακουζηνού. Ο Καντακουζηνός καταλαμβάνει τη Βέροια το 1343 και τοποθετεί το γιο του Μανουήλ στη διοίκηση της πόλης μέχρι το 1346, οπότε καταλαμβάνεται από τον Στέφανο Δουσάν. Η πρόσκαιρη σερβική κατοχή της πόλης από τον Δουσάν διακόπηκε στα 1350, όταν ο Καντακουζηνός κατάφερε να ανακαταλάβει για δεύτερη φορά τη Βέροια. Πολύ σύντομα ο Δουσάν κατέλαβε την Έδεσσα, και πιθανόν και τη Βέροια, η σερβική κατοχή της οποίας για κάποιο διάστημα μέσα στη δεκαετία 1350-1360 θα πρέπει να διερευνηθεί. Ελληνικές πηγές αναφέρουν για πρώτη φορά κατάληψη της Βέροιας από τους Τούρκους στις 8 Μαΐου του 1387. Η παρουσία τούρκων στην περιοχή αναφέρεται σποραδικά στα διαστήματα 1389-1402, 1410-1413, 1418. Για το έτος της οριστικής άλωσης της Βέροιας από τους Τούρκους και προφανώς από τον Μουράτ Β΄ στις 9 Απριλίου του έτους 1433, διαφωτιστικό είναι ένα χάραγμα στο ναό του Αγίου Γεωργίου του Μικρού. Η καλλιτεχνική παραγωγή ωστόσο δεν σταματά, και ιδιαίτερα στο β΄ μισό του 15ου αιώνα, τοιχογραφείται σειρά παλαιών και νέων να­­ών (Παναγία Γοργοεπήκοος, Παλαιοφορίτισσα, Πανα­γού­­δα, Άγιοι Θεόδωροι, Παναγία Χαβιαρά).

Η οθωμανική περίοδος, εποχή ακμής για τη Βέροια, σφραγίστηκε από την πα­ρουσία λογίων όπως οι Ιω­άννης Κωττούνιος, Μητροφάνης Κριτοπούλος και Κων­στα­ντίνος Καλο­κρα­τάς (16ος αι.), ορισμένοι από τους οποίους την ευεργέτησαν με την ανέγερση και την ανακαίνιση ναών, όπως ο Άγιος Νικόλαος του μο­να­χού Ανθίμου, ο Άγιος Βλάσιος, ο Άγιος Νικόλαος Κα­λο­κρατά, οι Άγιοι Κήρυκος και Ιουλίττα, ο Άγιος Νικό­λαος Μα­καριώ­τισσας, η Αγία Άννα, ο Άγιος Πατάπιος, ο Πα­ντο­κράτορας και η Ευαγγελίστρια. Η καλλιτεχνική παραγωγή συνεχίζεται και στον επόμενο αιώνα με την ανέγερση και τη διακόσμηση των εκκλησιών του Μεγάλου Θεολόγου, Αγίου Νικολάου – Αγίου Σπυρίδωνος, Αγίου Γεωργίου Γραμματικού, Αγίου Νικολάου της Γούρνας.

Στα μέσα του 17ου αι. την επισκέπτεται ο Ε­βλιγιά Τσελεμπί, ο οποίος μαγεύεται από τα τριαντάφυλλα και τα υφαντά της. Ακμή γνώ­ρισε η Βέροια και στο 18ο αι.. Στην πόλη εργάζονται ζω­γρά­φοι όπως οι Κων­στα­ντίνος ιερο­μό­ναχος, Μπαλάσης και Χρυ­σάφης εκ Μυτιλήνης. Οι τοι­χο­γράφοι εικονογραφούν πλήθος παλαιών και νέων ναών (Μι­κροί Άγιοι Ανάρ­γυροι, Υπαπαντή, Παντο­κρά­τορας, Χρι­­στός, Παλαιο­φο­ρί­τισσα, Άγιος Βλάσιος, Άγιος Γεώρ­γιος Γραμ­μα­τι­κού, Α­γία Παρασκευή, Άγιοι Θεό­δω­ροι, Ά­γιος Νικόλαος του άρχοντος Καλο­κρατά, Άγιος Ανδρέας Κυριώ­τισσας, Πα­­ναγία Περίβλε­πτος, Άγιος Πατάπιος, Άγιος Νι­κό­λαος Μα­­καριώτισσας, Άγιος Ανδρέας Αγίου Γεωργίου, Νέα Μη­τρόπολη). Το 19ο αι. αρκετοί βεροιώτες, όπως οι Α­­να­­­στά­σιος Καμπίτης, Κωνσταντίνος Καρακωστής, Μερ­κού­ριος Δή­μου, Κωνσταντίνος Θω­μά Τζώμος, Δή­μος Ιωάν­νου κ.ά., συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821. Η ένταξη της Βέροιας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος έγινε στις 16-10-1912. Στο διάστημα 1917-1928, κατακλύσθηκε από ποντίους, μικρασιάτες και θρακιώτες πρό­σφυ­γες, ενώ λίγο αργότερα, το 1943, απώλεσε το σύνολο σχεδόν του εβραϊκού πλη­θυσμού της, εξαιτίας της γερμανικής κατοχής. Σήμερα, με το πλήθος των σημαντικών της βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων αποτελεί μία από τις πλέον αξιόλογες πόλεις με βυζαντινό παρελθόν.